- τερατίας
- τερατίᾱς , τερατίαςworker of marvelsmasc acc plτερατίᾱς , τερατίαςworker of marvelsmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατίας — ὁ, Α άτομο που κάνει θαυμαστές ή παράδοξες, αλλόκοτες πράξεις, τερατουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. ξιφ ίας)] … Dictionary of Greek
τερατίαι — τερατίας worker of marvels masc nom/voc pl τερατίᾱͅ , τερατίας worker of marvels masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατιῶν — τερατίας worker of marvels masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατία — τερατίᾱ , τερατίας worker of marvels masc nom/voc/acc dual τερατίας worker of marvels masc voc sg τερατίᾱ , τερατίας worker of marvels masc voc sg (attic) τερατίᾱ , τερατίας worker of marvels masc gen sg (doric aeolic) τερατίας worker of… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατίαν — τερατίᾱν , τερατίας worker of marvels masc acc sg (attic epic doric aeolic) τερατίας worker of marvels masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατίᾳ — τερατίαι , τερατίας worker of marvels masc nom/voc pl τερατίᾱͅ , τερατίας worker of marvels masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek